Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υάρδα — η, Ν γυάρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. yard (πρβλ. και γυάρδα)] … Dictionary of Greek
υάρδα — η βλ. γιάρδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)